-
1 глина
-ы θ.άργιλος, αργιλόχωμα•белая ή фарфоровая глина λευκή άργιλος, ασπρογή, ασπρόχωμα, καολίνη•
огнеупорная глина πυρίμαχος άργιλος ή χώμα της φωτιάς.
|| πηλός, λάσπη•изделия из -ы πήλινα αγγεία (είδη)•
обмазывать -ой стоны αλείφω τους τοίχους με λάσπη.
-
2 глина
гли́н||аж ἡ ἄργιλ(λ)ος/ ἡ λάσπη, ὁ πηλός (строительная)/ „η καολίνη (белая)/ ἡ πορσελάνη (фарфоровая)! ὁ πηλός, τό κοκκινόχωμα (гончарная):огнеупорная \глина ἡ πυρίμαχος ἄργιλ(λ)ος· изделия из \глинаы τά πήλινα ἀντικείμενα. -
3 глина
ο πηλ/ός, η άργιλος, το αργι-λόχωμα, η λάσπηгончарная - ο πηλός/το κοκκινόχωμα του αγγειοπλάστηогнеупорная - η πυρίμαχος άργιλος, πυρίμαχος -αργιλώδης, πηλώδης, λα-σπώδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глина
-
4 фарфоровый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фарфоровый
-
5 фарфоровый
επ.της πορσελάνης•-ое производство η παραγωγή πορσελάνης.
|| πορσελάνινος•-ая ваза αγγείο (βάζο) πορσελάνινο•
-ая глина η καολίνη.
|| πορσελανοε ιδής.